- κυρηναϊκός
- -ή, -ό (AM κυρηναϊκός, -ή, -όν) [Κυρήνη]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία ελληνική πόλη τής βόρειας Αφρικής Κυρήνη2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Κυρηναϊκοίοι μαθητές ή οπαδοί τού Κυρηναίου φιλοσόφου Αριστίππου, που θεωρούσαν ως σκοπό τής ζωής τις ηδονές τών αισθήσεων3. φρ. (φιλοσ.) «Κυρηναϊκή σχολή» — μία από τις τέσσερεις ελάσσονες Σωκρατικές σχολές, την οποία ίδρυσε ο Αρίστιππος ο Κυρηναίοςνεοελλ.(το θηλ. ως κύριο όν.) η Κυρηναϊκήπαλαιά αποικία τής Ιταλίας στη βορειοανατολική Αφρική, η οποία σήμερα είναι τμήμα τής Λιβύης.
Dictionary of Greek. 2013.